- φόρβον
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀπάνονα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορβόν — τὸ, Α (μόνον στον πληθ.) τὰ φορβά ζωοτροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω» + κατάλ. –ον τών ουδ. Ο τ. αντιστοιχεί στο θηλ. φορβή και απαντά στον πληθ. φορβά] … Dictionary of Greek
Φόρβον — Φόρβος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβά — φορβάς giving pasture masc/fem voc sg φορβά̱ , φορβή pasture fem nom/voc/acc dual φορβά̱ , φορβή pasture fem nom/voc sg (doric aeolic) φορβόν neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορβῶν — φορβή pasture fem gen pl φορβόν neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)